Λευκαντικό στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: λευκαντικό, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Кајгана, белилото, белило, избелувач, белење
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λευκαντικό
λευκαντικό δέρματος, λευκαντικό με υπεροξείδιο, λευκαντικό διάλυμα, λευκαντικό οξυγόνο, λευκαντικό με ενεργό οξυγόνο, λευκαντικό λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, λευκαντικό στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- λερωμένος στα σλαβομακεδονικά - bedraggled
- λερώνω στα σλαβομακεδονικά - besmear
- λευκοπλάστης στα σλαβομακεδονικά - селотејп, леплива лента, самолеплива лента, лепливи ленти, на леплива лента
- λευκό στα σλαβομακεδονικά - бела, бело, бел, бели, Белата
Τυχαίες λέξεις
Λευκαντικό στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: Кајгана, белилото, белило, избелувач, белење
Μεταφράσεις: Кајгана, белилото, белило, избелувач, белење