Πηδάλιο στα δανικά
Μετάφραση: πηδάλιο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ror, roret, rorets, sideror
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πηδάλιο
ιερό πηδάλιο, πηδάλιο αλεξανδρούπολη, πηδάλιο ορισμός, πηδάλιο της εκκλησίας, πηδάλιο κανών θ, πηδάλιο λεξικό γλώσσας δανικά, πηδάλιο στα δανικά
Μεταφράσεις
- πηγαίνω στα δανικά - gå, fare, blive, rejse, går, at gå, tage, ...
- πηγούνι στα δανικά - hage, hagen, chin
- πηδώ στα δανικά - springe, spring, hop, hoppe, løber, jump, hopper
- πηνίο στα δανικά - ring, spole, spolen, spool, trådrullen
Τυχαίες λέξεις
Πηδάλιο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ror, roret, rorets, sideror
Μεταφράσεις: ror, roret, rorets, sideror