Πηδάλιο στα λιθουανικά
Μετάφραση: πηδάλιο, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vairas, vairo, laivo vairo, laivo vairas, vairą
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πηδάλιο
ιερό πηδάλιο, πηδάλιο αλεξανδρούπολη, πηδάλιο ορισμός, πηδάλιο της εκκλησίας, πηδάλιο κανών θ, πηδάλιο λεξικό γλώσσας λιθουανικά, πηδάλιο στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- πηγαίνω στα λιθουανικά - dirbti, važiuoti, eiti, veikti, tapti, pereiti, eikite, ...
- πηγούνι στα λιθουανικά - smakras, Chin, smakro, taisome, chinas
- πηδώ στα λιθουανικά - šuolis, pašokti, šokinėti, pereiti, peršokti, šokti
- πηνίο στα λιθουανικά - vija, ritė, spool, ritės, ritę
Τυχαίες λέξεις
Πηδάλιο στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: vairas, vairo, laivo vairo, laivo vairas, vairą
Μεταφράσεις: vairas, vairo, laivo vairo, laivo vairas, vairą