Πηδάλιο στα ιταλικά

Μετάφραση: πηδάλιο, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
timone, del timone, di barra, il timone, direzionale
Πηδάλιο στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πηδάλιο

ιερό πηδάλιο, πηδάλιο αλεξανδρούπολη, πηδάλιο ορισμός, πηδάλιο της εκκλησίας, πηδάλιο κανών θ, πηδάλιο λεξικό γλώσσας ιταλικά, πηδάλιο στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • πηγαίνω στα ιταλικά - diventare, funzionare, andare, vai, passare, andare a, fare
  • πηγούνι στα ιταλικά - mento, il mento, chin, del mento, mentoniera
  • πηδώ στα ιταλικά - balzo, salto, saltellare, lancio, balzare, saltare, scavalcare, ...
  • πηνίο στα ιταλικά - bobina, spira, serpentina, rullo, ruolo, rotolo, spool, ...
Τυχαίες λέξεις
Πηδάλιο στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: timone, del timone, di barra, il timone, direzionale