Πηδάλιο στα ισλανδικά
Μετάφραση: πηδάλιο, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stýri, hliðarstýri, hliðarstýrið, stýris
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πηδάλιο
ιερό πηδάλιο, πηδάλιο αλεξανδρούπολη, πηδάλιο ορισμός, πηδάλιο της εκκλησίας, πηδάλιο κανών θ, πηδάλιο λεξικό γλώσσας ισλανδικά, πηδάλιο στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- πηγαίνω στα ισλανδικά - fara, ganga, að fara, farið, ferð, fara í
- πηγούνι στα ισλανδικά - haka, Chin, höku, höku sem, hakan
- πηδώ στα ισλανδικά - stökkva, stökk, hoppa, Fara, hoppa í
- πηνίο στα ισλανδικά - spool, prentraðarmöppu
Τυχαίες λέξεις
Πηδάλιο στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: stýri, hliðarstýri, hliðarstýrið, stýris
Μεταφράσεις: stýri, hliðarstýri, hliðarstýrið, stýris