Πηδάλιο στα λευκορωσικά

Μετάφραση: πηδάλιο, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
руль, стырно
Πηδάλιο στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πηδάλιο

ιερό πηδάλιο, πηδάλιο αλεξανδρούπολη, πηδάλιο ορισμός, πηδάλιο της εκκλησίας, πηδάλιο κανών θ, πηδάλιο λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, πηδάλιο στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • πηγαίνω στα λευκορωσικά - хадзiць, скончыць, прыстань, адхазiць, прыходзiць, адбыцца, ісці, ...
  • πηγούνι στα λευκορωσικά - падбародак, падбароддзе
  • πηδώ στα λευκορωσικά - скакаць
  • πηνίο στα λευκορωσικά - шпулька, катушка
Τυχαίες λέξεις
Πηδάλιο στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: руль, стырно