Πηδάλιο στα ολλανδικά

Μετάφραση: πηδάλιο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
roer, stuur, het roer, leidraad, richtingsroer, rudder
Πηδάλιο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πηδάλιο

ιερό πηδάλιο, πηδάλιο αλεξανδρούπολη, πηδάλιο ορισμός, πηδάλιο της εκκλησίας, πηδάλιο κανών θ, πηδάλιο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πηδάλιο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πηγαίνω στα ολλανδικά - lopen, functioneren, worden, gaan, werken, standhouden, verlopen, ...
  • πηγούνι στα ολλανδικά - kin, de kin, chin
  • πηδώ στα ολλανδικά - sprong, springen, spring, te springen, springt
  • πηνίο στα ολλανδικά - rol, spoel, bobine, klos, spool, de spoel, spoelen
Τυχαίες λέξεις
Πηδάλιο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: roer, stuur, het roer, leidraad, richtingsroer, rudder