Πηδάλιο στα ουγγρικά
Μετάφραση: πηδάλιο, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kormánylapát, oldalkormány, kormány, kormánylapátot, kormányt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πηδάλιο
ιερό πηδάλιο, πηδάλιο αλεξανδρούπολη, πηδάλιο ορισμός, πηδάλιο της εκκλησίας, πηδάλιο κανών θ, πηδάλιο λεξικό γλώσσας ουγγρικά, πηδάλιο στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- πηγαίνω στα ουγγρικά - numera, vizsga, alku, megy, menni, menjen, menj, ...
- πηγούνι στα ουγγρικά - áll, állát, álla, állán, chin
- πηδώ στα ουγγρικά - meghágás, felpattanás, szökkenés, rétegeltolódás, ugrató, ugróakadály, fedeztetés, ...
- πηνίο στα ουγγρικά - orsó, spool, orsót, dob, orsón
Τυχαίες λέξεις
Πηδάλιο στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: kormánylapát, oldalkormány, kormány, kormánylapátot, kormányt
Μεταφράσεις: kormánylapát, oldalkormány, kormány, kormánylapátot, kormányt