Πηδάλιο στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: πηδάλιο, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кормило, кормилото, правецот, Дискрециони
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πηδάλιο
ιερό πηδάλιο, πηδάλιο αλεξανδρούπολη, πηδάλιο ορισμός, πηδάλιο της εκκλησίας, πηδάλιο κανών θ, πηδάλιο λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, πηδάλιο στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- πηγαίνω στα σλαβομακεδονικά - оди, одат, одите, одам, одиме
- πηγούνι στα σλαβομακεδονικά - брадата, брада, на брадата, за брада, за брадата
- πηδώ στα σλαβομακεδονικά - Скокни, скок, скокнете, скокне, скокаат
- πηνίο στα σλαβομακεδονικά - spool, макара, калемот, калем, креирање
Τυχαίες λέξεις
Πηδάλιο στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: кормило, кормилото, правецот, Дискрециони
Μεταφράσεις: кормило, кормилото, правецот, Дискрециони