Προσκρούω στα δανικά
Μετάφραση: προσκρούω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bump, støde, støder, bule, pukkel
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσκρούω
προσκρούω μετάφραση στα αγγλικά, προσκρούω συνώνυμο, προσκρούω συνώνυμα, προσκρούω λεξικό γλώσσας δανικά, προσκρούω στα δανικά
Μεταφράσεις
- προσκολλώμαι στα δανικά - klamre, klamrer, klamrer sig, cling, husholdningsfilm
- προσκομίζω στα δανικά - producere, fremlagt, fremføre, fremlægge, føre, fremført
- προσκτώμαι στα δανικά - filial, prosktomai
- προσκυνητής στα δανικά - pilgrim, Pilgrims, pilgrimmen, pilgrim gå
Τυχαίες λέξεις
Προσκρούω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bump, støde, støder, bule, pukkel
Μεταφράσεις: bump, støde, støder, bule, pukkel