Προσκρούω στα νορβηγικά
Μετάφραση: προσκρούω, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bump, støte, brak, støter, dunke
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσκρούω
προσκρούω μετάφραση στα αγγλικά, προσκρούω συνώνυμο, προσκρούω συνώνυμα, προσκρούω λεξικό γλώσσας νορβηγικά, προσκρούω στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- προσκολλώμαι στα νορβηγικά - klynge, klamre, bevaring, bølge, klynge seg
- προσκομίζω στα νορβηγικά - fremstille, produsere, lage, adduce, anføre, fremlegge, påberope seg, ...
- προσκτώμαι στα νορβηγικά - prosktomai
- προσκυνητής στα νορβηγικά - pilegrim, pilgrim, pilegrims, pilegrimen
Τυχαίες λέξεις
Προσκρούω στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: bump, støte, brak, støter, dunke
Μεταφράσεις: bump, støte, brak, støter, dunke