Προσκρούω στα ολλανδικά

Μετάφραση: προσκρούω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bult, buil, stoten, stoot, botsen
Προσκρούω στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσκρούω

προσκρούω μετάφραση στα αγγλικά, προσκρούω συνώνυμο, προσκρούω συνώνυμα, προσκρούω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, προσκρούω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • προσκολλώμαι στα ολλανδικά - kleven, aankleven, cling, vastklampen, huishoudfolie
  • προσκομίζω στα ολλανδικά - opvoeden, opleveren, heffen, fokken, voortbrengen, ophalen, grootbrengen, ...
  • προσκτώμαι στα ολλανδικά - filiaal, depot, aannemen, affiliëren, prosktomai
  • προσκυνητής στα ολλανδικά - bedevaartganger, pelgrim, Pilgrim, pelgrims, de Pelgrim, pelgrim van
Τυχαίες λέξεις
Προσκρούω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bult, buil, stoten, stoot, botsen