Προσκρούω στα τούρκικα
Μετάφραση: προσκρούω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çarpışmak, kaza, çarpmak, yumru, bump, çarpmamaya, darbelerim
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσκρούω
προσκρούω μετάφραση στα αγγλικά, προσκρούω συνώνυμο, προσκρούω συνώνυμα, προσκρούω λεξικό γλώσσας τούρκικα, προσκρούω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- προσκολλώμαι στα τούρκικα - yapışmak, sarılmak, tutunma, streç, tutunmak
- προσκομίζω στα τούρκικα - üretmek, yapmak, göstermek, ileri sürmek, dokümanı kanıt gösterirsin, gösteremediği, kanıt olarak ileri sürmek
- προσκτώμαι στα τούρκικα - prosktomai
- προσκυνητής στα τούρκικα - hacı, pilgrim, seyyah, hac, yolcu
Τυχαίες λέξεις
Προσκρούω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: çarpışmak, kaza, çarpmak, yumru, bump, çarpmamaya, darbelerim
Μεταφράσεις: çarpışmak, kaza, çarpmak, yumru, bump, çarpmamaya, darbelerim