Προσκρούω στα ιταλικά
Μετάφραση: προσκρούω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
urto, urtare, imbattersi, urti, sbattere
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσκρούω
προσκρούω μετάφραση στα αγγλικά, προσκρούω συνώνυμο, προσκρούω συνώνυμα, προσκρούω λεξικό γλώσσας ιταλικά, προσκρούω στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- προσκολλώμαι στα ιταλικά - incollare, attaccarsi, aderire, aggrapparsi, trasparente, aggrappano, si aggrappano, ...
- προσκομίζω στα ιταλικά - produrre, fabbricare, prodotto, addurre, fornire, fornire la, produrre gli elementi, ...
- προσκτώμαι στα ιταλικά - prosktomai
- προσκυνητής στα ιταλικά - pellegrino, pellegrina, pellegrini, pellegrinaggio, pilgrim
Τυχαίες λέξεις
Προσκρούω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: urto, urtare, imbattersi, urti, sbattere
Μεταφράσεις: urto, urtare, imbattersi, urti, sbattere