Σκαλίζω στα δανικά

Μετάφραση: σκαλίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hakke, dykke ned i, dykke ned, fordybe sig i, at dykke ned i, fordybe sig
Σκαλίζω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκαλίζω

σκαλίζω τη μύτη μου, σκαλίζω συνώνυμα, σκαλίζω λεξικό γλώσσας δανικά, σκαλίζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • σκίτσο στα δανικά - skitse, udkast, planlægge, tegning, skitsen, sketch
  • σκαθάρι στα δανικά - bille, Beetle, billen, biller, brolæggerjomfru
  • σκαλιστήρι στα δανικά - Spud, af Spud, stor ukrudtshakke, ukrudtshakke, i Spud
  • σκαλωσιά στα δανικά - stillads, stilladser, stilladset, et stillads
Τυχαίες λέξεις
Σκαλίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hakke, dykke ned i, dykke ned, fordybe sig i, at dykke ned i, fordybe sig