Σκαλίζω στα τούρκικα
Μετάφραση: σκαλίζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çapa, oymak, eski defterleri, dalmak, defterleri, üzerinde durulacaktır, övmeyi
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκαλίζω
σκαλίζω τη μύτη μου, σκαλίζω συνώνυμα, σκαλίζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, σκαλίζω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- σκίτσο στα τούρκικα - taslak, kroki, eskiz, sketch, çizim
- σκαθάρι στα τούρκικα - böcek, Beetle, böceği, kınkanatlısı, böcekleri
- σκαλιστήρι στα τούρκικα - çapalamak, bacaklı, spud, patates, kazmak
- σκαλωσιά στα τούρκικα - iskele, iskeleler, yapı iskelesi, iskelesi, iskeleleri
Τυχαίες λέξεις
Σκαλίζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: çapa, oymak, eski defterleri, dalmak, defterleri, üzerinde durulacaktır, övmeyi
Μεταφράσεις: çapa, oymak, eski defterleri, dalmak, defterleri, üzerinde durulacaktır, övmeyi