Σκαλίζω στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: σκαλίζω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
истражувам во, проникнување во, да истражувам во, проникне во, нурнеме во
Σκαλίζω στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκαλίζω

σκαλίζω τη μύτη μου, σκαλίζω συνώνυμα, σκαλίζω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, σκαλίζω στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • σκίτσο στα σλαβομακεδονικά - скица, скицата, скеч, скица на, цртеж
  • σκαθάρι στα σλαβομακεδονικά - бумбарот, Буба, златица, Бубата, Beetle
  • σκαλιστήρι στα σλαβομακεδονικά - вилушка, компир
  • σκαλωσιά στα σλαβομακεδονικά - скеле, скелиња, скелето, на скелето, скелет
Τυχαίες λέξεις
Σκαλίζω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: истражувам во, проникнување во, да истражувам во, проникне во, нурнеме во