Στέψη στα δανικά

Μετάφραση: στέψη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kroning, Coronation, kroningen, kronet
Στέψη στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στέψη

στέψη βασίλισσας ελισάβετ, στέψη της ποππαίας, στέψη ναπολέοντα, στέψη φράγματος, στέψη βυζαντινού αυτοκράτορα, στέψη λεξικό γλώσσας δανικά, στέψη στα δανικά

Μεταφράσεις

  • στένωση στα δανικά - forhindring, hindring, stenose, stenosis, stenosen, af stenose
  • στέρηση στα δανικά - afsavn, fratagelse, berøvelse, fattigdom, nød
  • στήθος στα δανικά - kiste, bryst, brystet, i brystet, brystkassen
  • στήλη στα δανικά - kolonne, søjle, kolonnen, søjlen, spalte
Τυχαίες λέξεις
Στέψη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kroning, Coronation, kroningen, kronet