Στέψη στα τούρκικα
Μετάφραση: στέψη, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
taç giyme, giyme, taç, coronation, taç giyme töreni
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στέψη
στέψη βασίλισσας ελισάβετ, στέψη της ποππαίας, στέψη ναπολέοντα, στέψη φράγματος, στέψη βυζαντινού αυτοκράτορα, στέψη λεξικό γλώσσας τούρκικα, στέψη στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- στένωση στα τούρκικα - engel, darlık, stenoz, stenozu, darlığı, stenozun
- στέρηση στα τούρκικα - yoksunluk, yoksunluğu, mahrumiyet, deprivasyonu, yoksunluğunun
- στήθος στα τούρκικα - sandık, meme, göğüs, akciğer, toraks, gö¤üs
- στήλη στα τούρκικα - direk, sütun, kolon, sütunu, kolonu, sütununda
Τυχαίες λέξεις
Στέψη στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: taç giyme, giyme, taç, coronation, taç giyme töreni
Μεταφράσεις: taç giyme, giyme, taç, coronation, taç giyme töreni