Στέψη στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: στέψη, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
крунисувањето, крунисување, крунисан, крунисувањето на
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στέψη
στέψη βασίλισσας ελισάβετ, στέψη της ποππαίας, στέψη ναπολέοντα, στέψη φράγματος, στέψη βυζαντινού αυτοκράτορα, στέψη λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, στέψη στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- στένωση στα σλαβομακεδονικά - стеноза, стенозата, стенози, стеноза на
- στέρηση στα σλαβομακεδονικά - лишување, лишувањето, одземање, депривација, лишување од
- στήθος στα σλαβομακεδονικά - градите, во градите, градниот кош, на градите, градна
- στήλη στα σλαβομακεδονικά - колона, колоната, колумна, столб
Τυχαίες λέξεις
Στέψη στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: крунисувањето, крунисување, крунисан, крунисувањето на
Μεταφράσεις: крунисувањето, крунисување, крунисан, крунисувањето на