Ωφελώ στα δανικά
Μετάφραση: ωφελώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ofelo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ωφελώ
ωφελώ λεξικό, ωφελώ βικιλεξικο, ωφελώ παραγωγα, ωφελώ οφείλω, ωφελώ προτασεις, ωφελώ λεξικό γλώσσας δανικά, ωφελώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- ωφέλεια στα δανικά - profitere, fordel, fortjeneste, nytte, hjælpeprogram, værktøj, hjælpeprogrammet, ...
- ωφέλιμος στα δανικά - nyttige, nyttigt, nyttig, anvendelige, hensigtsmæssigt
- ωχρός στα δανικά - bleg, gusten, sallow, gustne, ensfarvet
- όαση στα δανικά - oase, oasis, af Oasis, oasen
Τυχαίες λέξεις
Ωφελώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ofelo
Μεταφράσεις: ofelo