Ωφελώ στα ισλανδικά
Μετάφραση: ωφελώ, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
duga, ofelo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ωφελώ
ωφελώ λεξικό, ωφελώ βικιλεξικο, ωφελώ παραγωγα, ωφελώ οφείλω, ωφελώ προτασεις, ωφελώ λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ωφελώ στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ωφέλεια στα ισλανδικά - hagnaður, hagsmunir, hagnast, gagn, gæði, gagnsemi, tól, ...
- ωφέλιμος στα ισλανδικά - gagnlegt, gagnlegur, gagnleg, gagnlegar, gagni
- ωχρός στα ισλανδικά - fölur, sallow
- όαση στα ισλανδικά - vin, Oasis, gróðurvin, gróðursæl vin, vin í
Τυχαίες λέξεις
Ωφελώ στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: duga, ofelo
Μεταφράσεις: duga, ofelo