Ωφελώ στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: ωφελώ, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ofelo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ωφελώ
ωφελώ λεξικό, ωφελώ βικιλεξικο, ωφελώ παραγωγα, ωφελώ οφείλω, ωφελώ προτασεις, ωφελώ λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ωφελώ στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ωφέλεια στα σλαβομακεδονικά - профит, Нови, комунални услуги, комунални, алатка, комуналните
- ωφέλιμος στα σλαβομακεδονικά - корисни, корисно, корисна, корисен
- ωχρός στα σλαβομακεδονικά - нездрав
- όαση στα σλαβομακεδονικά - оаза, оази, оазата
Τυχαίες λέξεις
Ωφελώ στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: ofelo
Μεταφράσεις: ofelo