Ωφελώ στα ρουμανικά
Μετάφραση: ωφελώ, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ofelo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ωφελώ
ωφελώ λεξικό, ωφελώ βικιλεξικο, ωφελώ παραγωγα, ωφελώ οφείλω, ωφελώ προτασεις, ωφελώ λεξικό γλώσσας ρουμανικά, ωφελώ στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- ωφέλεια στα ρουμανικά - beneficiu, profit, profita, utilitate, utilitar, de utilitate, utilitatea, ...
- ωφέλιμος στα ρουμανικά - util, utile, utilă, folositoare, utili
- ωχρός στα ρουμανικά - salcie, palid, palidă, sallow, lemn de salcie
- όαση στα ρουμανικά - oază, oaza, oaza de, oază de, oaze
Τυχαίες λέξεις
Ωφελώ στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: ofelo
Μεταφράσεις: ofelo