Ωφελώ στα ουκρανικά

Μετάφραση: ωφελώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
користь, допомагати, ofelo
Ωφελώ στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ωφελώ

ωφελώ λεξικό, ωφελώ βικιλεξικο, ωφελώ παραγωγα, ωφελώ οφείλω, ωφελώ προτασεις, ωφελώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ωφελώ στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ωφέλεια στα ουκρανικά - користь, профілювання, вигода, допомога, утиліта
  • ωφέλιμος στα ουκρανικά - корисний, добродчинний, цілющий, доброчинний, корисним, корисною, корисних
  • ωχρός στα ουκρανικά - ясеневий, попелястий, жовтуватий, ясеновий, хворобливий, болючий, болісний, ...
  • όαση στα ουκρανικά - оаза, оазу, оазис
Τυχαίες λέξεις
Ωφελώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: користь, допомагати, ofelo