Ωφελώ στα ολλανδικά

Μετάφραση: ωφελώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
baat, ofelo
Ωφελώ στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ωφελώ

ωφελώ λεξικό, ωφελώ βικιλεξικο, ωφελώ παραγωγα, ωφελώ οφείλω, ωφελώ προτασεις, ωφελώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ωφελώ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ωφέλεια στα ολλανδικά - gewin, winst, pré, verdienste, voordeel, baat, utility, ...
  • ωφέλιμος στα ολλανδικά - gezond, nuttig, bruikbaar, nuttige, handig, bruikbare
  • ωχρός στα ολλανδικά - asgrauw, verbleekt, vuilgeel, wilg, waterwilg, vaalbleek, vuilgele
  • όαση στα ολλανδικά - oase, Oasis, oase van
Τυχαίες λέξεις
Ωφελώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: baat, ofelo