Αισθανόμουν στα εσθονικά

Μετάφραση: αισθανόμουν, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tundis, aimatav, vilt, tunne, tunnet, tunde, halb
Αισθανόμουν στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αισθανόμουν

αισθανόμουν λεξικό γλώσσας εσθονικά, αισθανόμουν στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • αισθάνομαι στα εσθονικά - tundma, katsuma, tähendus, meel, kobama, tunne, tunda, ...
  • αισθήσεις στα εσθονικά - teadlikkus, teadvus, meeli, meelte, meeled, meeltele, meeltega
  • αισθησιακός στα εσθονικά - sensuaalne, tundeline, himur, meeleline, sensual, sensuaalse
  • αισθητά στα εσθονικά - nähtavalt, märgatavalt, oluliselt, märkimisväärselt, tunduvalt, olulisel määral
Τυχαίες λέξεις
Αισθανόμουν στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: tundis, aimatav, vilt, tunne, tunnet, tunde, halb