Δασολογία στα εσθονικά

Μετάφραση: δασολογία, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
metsandus, metsamajanduslike, metsanduse, metsanduses, metsandus-
Δασολογία στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δασολογία

δασολογία ορεστιάδας, μεταπτυχιακό δασολογία, δασολογία και διαχείριση φυσικών πόρων, δασολογία απθ, δασολογία λεξικό γλώσσας εσθονικά, δασολογία στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • δασμολόγιο στα εσθονικά - toll, tariif, tariifne, tariifi-, tariifi, tariifsete
  • δασοκομία στα εσθονικά - metsandus, metsamajanduslike, metsanduse, metsanduses, metsandus-
  • δασοφύλακας στα εσθονικά - metsamees, pargivaht, ranger, metsavaht, eriüksus, eriüksuse liige
  • δασύς στα εσθονικά - sagris, karvane, turris, tokerjas, pulstunud, Shaggy, tokerdunud
Τυχαίες λέξεις
Δασολογία στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: metsandus, metsamajanduslike, metsanduse, metsanduses, metsandus-