Δασολογία στα πολωνικά
Μετάφραση: δασολογία, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
leśnictwo, leśne, leśnictwa, lasu, leśnej
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δασολογία
δασολογία ορεστιάδας, μεταπτυχιακό δασολογία, δασολογία και διαχείριση φυσικών πόρων, δασολογία απθ, δασολογία λεξικό γλώσσας πολωνικά, δασολογία στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- δασμολόγιο στα πολωνικά - taryfa, cło, taryfowanie, taryfikator, taryfowe, taryfowy, taryfy, ...
- δασοκομία στα πολωνικά - leśnictwo, leśne, leśnictwa, lasu, leśnej
- δασοφύλακας στα πολωνικά - leśnictwo, leśniczy, leśnik, komandos, obieżyświat, ranger, strażnik
- δασύς στα πολωνικά - włochaty, gęsty, kudłaty, kosmaty, spójny, spoisty, shaggy, ...
Τυχαίες λέξεις
Δασολογία στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: leśnictwo, leśne, leśnictwa, lasu, leśnej
Μεταφράσεις: leśnictwo, leśne, leśnictwa, lasu, leśnej