Δασολογία στα ισλανδικά
Μετάφραση: δασολογία, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skógrækt, skógfræði, skógræktar, Nýting skógar, Skógræktarfélag
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δασολογία
δασολογία ορεστιάδας, μεταπτυχιακό δασολογία, δασολογία και διαχείριση φυσικών πόρων, δασολογία απθ, δασολογία λεξικό γλώσσας ισλανδικά, δασολογία στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- δασμολόγιο στα ισλανδικά - gjaldskrá, Gjaldskráin, verðskrá, gjaldskrá, gjald
- δασοκομία στα ισλανδικά - skógrækt, skógfræði, skógræktar, Nýting skógar, Skógræktarfélag
- δασοφύλακας στα ισλανδικά - Ranger
- δασύς στα ισλανδικά - þykkur, Shaggy
Τυχαίες λέξεις
Δασολογία στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: skógrækt, skógfræði, skógræktar, Nýting skógar, Skógræktarfélag
Μεταφράσεις: skógrækt, skógfræði, skógræktar, Nýting skógar, Skógræktarfélag