Δασολογία στα λιθουανικά
Μετάφραση: δασολογία, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
miškininkystė, miškininkystės, miško, miškų, miškų ūkio
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δασολογία
δασολογία ορεστιάδας, μεταπτυχιακό δασολογία, δασολογία και διαχείριση φυσικών πόρων, δασολογία απθ, δασολογία λεξικό γλώσσας λιθουανικά, δασολογία στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- δασμολόγιο στα λιθουανικά - muitas, tarifas, tarifų, tarifinė, muitų tarifų, tarifo
- δασοκομία στα λιθουανικά - miškininkystė, miškininkystės, miško, miškų, miškų ūkio
- δασοφύλακας στα λιθουανικά - eigulys, girininkas, ranger, desantininkas, bastūnas
- δασύς στα λιθουανικά - plaukuotas, gauruotas, apšepęs, susivėlęs, šiurkštus, gruoblėtas
Τυχαίες λέξεις
Δασολογία στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: miškininkystė, miškininkystės, miško, miškų, miškų ūkio
Μεταφράσεις: miškininkystė, miškininkystės, miško, miškų, miškų ūkio