Δασολογία στα ουγγρικά

Μετάφραση: δασολογία, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
erdészet, Erdészeti, erdőgazdasági, erdőgazdálkodás, erdőgazdálkodási
Δασολογία στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δασολογία

δασολογία ορεστιάδας, μεταπτυχιακό δασολογία, δασολογία και διαχείριση φυσικών πόρων, δασολογία απθ, δασολογία λεξικό γλώσσας ουγγρικά, δασολογία στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • δασμολόγιο στα ουγγρικά - árszabás, tarifa, árlista, ártáblázat, tarifális, vám-, vámtarifa
  • δασοκομία στα ουγγρικά - erdészet, Erdészeti, erdőgazdasági, erdőgazdálkodás, erdőgazdálkodási
  • δασοφύλακας στα ουγγρικά - erdész, vadőr, Ranger, vándor, erdőkerülő, a Ranger
  • δασύς στα ουγγρικά - torzonborz, bozontos, borzas, shaggy, kócos
Τυχαίες λέξεις
Δασολογία στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: erdészet, Erdészeti, erdőgazdasági, erdőgazdálkodás, erdőgazdálkodási