Δούλος στα εσθονικά
Μετάφραση: δούλος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ori, slave, alluv, orja, alam
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δούλος
δούλος σας, δούλοσ ετυμολογία, δούλος συνώνυμα, δούλος δουλεία, δούλος στα αγγλικά, δούλος λεξικό γλώσσας εσθονικά, δούλος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- δουλεύω στα εσθονικά - töö, töötama, töötlema, tööd, töös, tööle, tööga
- δοχείο στα εσθονικά - tõrs, vaat, käibemaks, konteiner, mahuti, konteineri, konteinerisse, ...
- δράκος στα εσθονικά - lohe, draakon, Dragon, Draakoni, lohet
- δράμα στα εσθονικά - draama, näitekirjandus, draamat, mängufilmid, drama, fiktsioon
Τυχαίες λέξεις
Δούλος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: ori, slave, alluv, orja, alam
Μεταφράσεις: ori, slave, alluv, orja, alam