Δούλος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: δούλος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cativo, escravo, chacinar, escravos, escrava, de escravos, slave
Δούλος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δούλος

δούλος σας, δούλοσ ετυμολογία, δούλος συνώνυμα, δούλος δουλεία, δούλος στα αγγλικά, δούλος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δούλος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • δουλεύω στα πορτογαλικά - labor, laborar, trabalhar, palavra, trabalho, obra, trabalhos, ...
  • δοχείο στα πορτογαλικά - recipiente, contentor, contêiner, recipiente de, contentores
  • δράκος στα πορτογαλικά - dragão, do dragão, de dragão, dragão de, dragão do
  • δράμα στα πορτογαλικά - esgotar, drama, estancar, dreno, teatro, drama de, o drama, ...
Τυχαίες λέξεις
Δούλος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: cativo, escravo, chacinar, escravos, escrava, de escravos, slave