Δούλος στα φινλανδικά
Μετάφραση: δούλος, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kauko-ohjattu, orja, slave, orjan
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δούλος
δούλος σας, δούλοσ ετυμολογία, δούλος συνώνυμα, δούλος δουλεία, δούλος στα αγγλικά, δούλος λεξικό γλώσσας φινλανδικά, δούλος στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- δουλεύω στα φινλανδικά - aikaansaada, työstää, vaikuttaa, toimia, työ, työnteko, työskennellä, ...
- δοχείο στα φινλανδικά - sammio, amme, vati, arvonlisävero, lisäarvonvero, kontti, säiliö, ...
- δράκος στα φινλανδικά - lohikäärme, Dragon, lohikäärmeen, lohikäärmettä
- δράμα στα φινλανδικά - draama, draamaa, draaman, drama
Τυχαίες λέξεις
Δούλος στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: kauko-ohjattu, orja, slave, orjan
Μεταφράσεις: kauko-ohjattu, orja, slave, orjan