Δούλος στα ουκρανικά
Μετάφραση: δούλος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
робот, раб, роб, рабе, слуга
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δούλος
δούλος σας, δούλοσ ετυμολογία, δούλος συνώνυμα, δούλος δουλεία, δούλος στα αγγλικά, δούλος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δούλος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- δουλεύω στα ουκρανικά - багатослівний, словесний, робота, работа, роботу
- δοχείο στα ουκρανικά - величезний, контейнер
- δράκος στα ουκρανικά - карабін, дракон, карабінер, дуенья, змій
- δράμα στα ουκρανικά - драма, історичний, жахи
Τυχαίες λέξεις
Δούλος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: робот, раб, роб, рабе, слуга
Μεταφράσεις: робот, раб, роб, рабе, слуга