Δούλος στα ολλανδικά
Μετάφραση: δούλος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
slavin, slaaf, slave, slaven
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δούλος
δούλος σας, δούλοσ ετυμολογία, δούλος συνώνυμα, δούλος δουλεία, δούλος στα αγγλικά, δούλος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δούλος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- δουλεύω στα ολλανδικά - werken, karwei, voortbrengen, emplooi, werkplek, functioneren, werk, ...
- δοχείο στα ολλανδικά - kuip, bak, btw, tobbe, teil, houder, vat, ...
- δράκος στα ολλανδικά - vlieger, draak, Dragon, de Draak, van de Draak, de Draak van
- δράμα στα ολλανδικά - drama, toneelstuk, toneel, dramatiek
Τυχαίες λέξεις
Δούλος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: slavin, slaaf, slave, slaven
Μεταφράσεις: slavin, slaaf, slave, slaven