Επίπτωση στα εσθονικά

Μετάφραση: επίπτωση, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lõppema, tagajärg, vastukaja, tulemus, mõju, esinemissagedus, esinemissageduse, esinemissagedust, esinemist
Επίπτωση στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επίπτωση

επίπτωση στα αγγλικά, επίπτωση επιπολασμός ορισμός, επίπτωση ασθένειας, επίπτωση νόσου, επίπτωση επιπολασμός, επίπτωση λεξικό γλώσσας εσθονικά, επίπτωση στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • επίπλωση στα εσθονικά - sisustus, sisustuse, mööbel, sisustust, sisustusega
  • επίπονος στα εσθονικά - pingeline, vaevarikas, järjekindel, pingutav, töömahukas, raske, töömahukad, ...
  • επίρρημα στα εσθονικά - adverb, määrsõna, Nimisõna, määrsõnast, märsõna
  • επίσημα στα εσθονικά - ametlikult, ametliku, riiklikult, on ametlikult
Τυχαίες λέξεις
Επίπτωση στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: lõppema, tagajärg, vastukaja, tulemus, mõju, esinemissagedus, esinemissageduse, esinemissagedust, esinemist