Επίπτωση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: επίπτωση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
restrito, conclusão, resultar, redundar, efeitos, impressão, consequência, seguida, resultado, efeito, incidência, incidência de, de incidência, a incidência, da incidência
Επίπτωση στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επίπτωση

επίπτωση στα αγγλικά, επίπτωση επιπολασμός ορισμός, επίπτωση ασθένειας, επίπτωση νόσου, επίπτωση επιπολασμός, επίπτωση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, επίπτωση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • επίπλωση στα πορτογαλικά - móveis, mobília, mobiliário, com mobiliário, mobiliário de
  • επίπονος στα πορτογαλικά - laborioso, trabalhoso, laboriosa, trabalhosa, laborious
  • επίρρημα στα πορτογαλικά - advérbio
  • επίσημα στα πορτογαλικά - oficialmente, oficial
Τυχαίες λέξεις
Επίπτωση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: restrito, conclusão, resultar, redundar, efeitos, impressão, consequência, seguida, resultado, efeito, incidência, incidência de, de incidência, a incidência, da incidência