Επίπτωση στα σουηδικά

Μετάφραση: επίπτωση, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
effekt, resultat, verkan, slutsats, följd, konsekvens, incidens, incidensen, förekomsten, förekomst, infalls
Επίπτωση στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επίπτωση

επίπτωση στα αγγλικά, επίπτωση επιπολασμός ορισμός, επίπτωση ασθένειας, επίπτωση νόσου, επίπτωση επιπολασμός, επίπτωση λεξικό γλώσσας σουηδικά, επίπτωση στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • επίπλωση στα σουηδικά - inredning, inredd, möbler, inrett, fullt inredd
  • επίπονος στα σουηδικά - mödosam, svår, mödosamma, arbetskrävande, mödosamt, arbet
  • επίρρημα στα σουηδικά - adverb, adverbet
  • επίσημα στα σουηδικά - officiellt, är officiellt, som officiellt, officiella, officiell
Τυχαίες λέξεις
Επίπτωση στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: effekt, resultat, verkan, slutsats, följd, konsekvens, incidens, incidensen, förekomsten, förekomst, infalls