Εργαλείο στα εσθονικά
Μετάφραση: εργαλείο, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vahend, riist, instrument, rakendama, tööriist, näitaja, tööriista
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εργαλείο
εργαλείο για τρύπες σε δέρμα, εργαλείο αφαίρεσης κακόβουλου λογισμικού από το facebook, εργαλείο αποκομμάτων windows 7, εργαλείο για πουρέ, εργαλείο διαγνωστικής διερεύνησης δυσκολιών στο γραπτό λόγο των μαθητών γ' – στ' δημοτικού, εργαλείο λεξικό γλώσσας εσθονικά, εργαλείο στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- εργάτης στα εσθονικά - töömees, töötaja, töötajate, töötajal, töötajale, töötajat
- εργαζόμενος στα εσθονικά - töötav, tegev, töö, tööpäeva, töötavad, töötamise, töötab
- εργασία στα εσθονικά - liberaalid, töötama, leiboristid, töötlema, töö, töökoht, personaliotsing, ...
- εργαστήριο στα εσθονικά - labor, lj, laboratoorium, laboris, labori, laboratoorsed
Τυχαίες λέξεις
Εργαλείο στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: vahend, riist, instrument, rakendama, tööriist, näitaja, tööriista
Μεταφράσεις: vahend, riist, instrument, rakendama, tööriist, näitaja, tööriista