Εργαλείο στα ουγγρικά

Μετάφραση: εργαλείο, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
segédeszköz, szerszám, szerszámgép, eszköz, eszközt, eszköze
Εργαλείο στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εργαλείο

εργαλείο για τρύπες σε δέρμα, εργαλείο αφαίρεσης κακόβουλου λογισμικού από το facebook, εργαλείο αποκομμάτων windows 7, εργαλείο για πουρέ, εργαλείο διαγνωστικής διερεύνησης δυσκολιών στο γραπτό λόγο των μαθητών γ' – στ' δημοτικού, εργαλείο λεξικό γλώσσας ουγγρικά, εργαλείο στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • εργάτης στα ουγγρικά - munkás, munkavállaló, munkavállalók, dolgozó, munkavállalónak
  • εργαζόμενος στα ουγγρικά - dolgozó, dolgozik, munka, működik, munkanapon
  • εργασία στα ουγγρικά - munka, munkát, munkáját, munkája, a munka
  • εργαστήριο στα ουγγρικά - labor, laboratórium, laboratóriumi, laboratóriumban, a laboratóriumi, laboratóriumba
Τυχαίες λέξεις
Εργαλείο στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: segédeszköz, szerszám, szerszámgép, eszköz, eszközt, eszköze