Εργαλείο στα ολλανδικά
Μετάφραση: εργαλείο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
werktuig, middel, gereedschap, instrument, hulpmiddel, onderzoekshulpmiddel
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εργαλείο
εργαλείο για τρύπες σε δέρμα, εργαλείο αφαίρεσης κακόβουλου λογισμικού από το facebook, εργαλείο αποκομμάτων windows 7, εργαλείο για πουρέ, εργαλείο διαγνωστικής διερεύνησης δυσκολιών στο γραπτό λόγο των μαθητών γ' – στ' δημοτικού, εργαλείο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εργαλείο στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- εργάτης στα ολλανδικά - werkman, arbeider, werkkracht, werker, werkster, werknemer, werknemers
- εργαζόμενος στα ολλανδικά - werkend, werkzaam, werk-, werken, werkt
- εργασία στα ολλανδικά - emplooi, bevallen, voortbrengen, arbeid, functioneren, toepassing, karwei, ...
- εργαστήριο στα ολλανδικά - laboratorium, laboratoria, het laboratorium, laboratoriumonderzoek, labo
Τυχαίες λέξεις
Εργαλείο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: werktuig, middel, gereedschap, instrument, hulpmiddel, onderzoekshulpmiddel
Μεταφράσεις: werktuig, middel, gereedschap, instrument, hulpmiddel, onderzoekshulpmiddel