Εργαλείο στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εργαλείο, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
instrutor, implantar, mestre, ferramenta, que, instrumento, implementar, ferramenta de, ferramenta da, ferramentas
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εργαλείο
εργαλείο για τρύπες σε δέρμα, εργαλείο αφαίρεσης κακόβουλου λογισμικού από το facebook, εργαλείο αποκομμάτων windows 7, εργαλείο για πουρέ, εργαλείο διαγνωστικής διερεύνησης δυσκολιών στο γραπτό λόγο των μαθητών γ' – στ' δημοτικού, εργαλείο λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εργαλείο στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εργάτης στα πορτογαλικά - trabalhador, trabalho, lidar, obreiro, dos trabalhadores, trabalhador de, do trabalhador, ...
- εργαζόμενος στα πορτογαλικά - trabalhar, trabalho, trabalhando, trabalha, de trabalho
- εργασία στα πορτογαλικά - labor, laborar, emprego, trabalhosamente, trabalho, lidar, empregador, ...
- εργαστήριο στα πορτογαλικά - laboratório, de laboratório, laboratorial, laboratório de, laboratoriais
Τυχαίες λέξεις
Εργαλείο στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: instrutor, implantar, mestre, ferramenta, que, instrumento, implementar, ferramenta de, ferramenta da, ferramentas
Μεταφράσεις: instrutor, implantar, mestre, ferramenta, que, instrumento, implementar, ferramenta de, ferramenta da, ferramentas