Εργαλείο στα ιταλικά

Μετάφραση: εργαλείο, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
arnese, congegno, attrezzo, implementare, mezzo, strumento, utensile, strumento di, utensili
Εργαλείο στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εργαλείο

εργαλείο για τρύπες σε δέρμα, εργαλείο αφαίρεσης κακόβουλου λογισμικού από το facebook, εργαλείο αποκομμάτων windows 7, εργαλείο για πουρέ, εργαλείο διαγνωστικής διερεύνησης δυσκολιών στο γραπτό λόγο των μαθητών γ' – στ' δημοτικού, εργαλείο λεξικό γλώσσας ιταλικά, εργαλείο στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • εργάτης στα ιταλικά - operaio, manovale, lavoratore, lavoratori, dei lavoratori, worker
  • εργαζόμενος στα ιταλικά - lavoro, di lavoro, lavorazione, che lavora, lavorando
  • εργασία στα ιταλικά - occupazione, funzionare, opera, travaglio, lavorare, lavoro, operare, ...
  • εργαστήριο στα ιταλικά - laboratorio, di laboratorio, laboratorio di, laboratori, da laboratorio
Τυχαίες λέξεις
Εργαλείο στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: arnese, congegno, attrezzo, implementare, mezzo, strumento, utensile, strumento di, utensili