Εργαλείο στα λευκορωσικά

Μετάφραση: εργαλείο, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
снасьць, інструмент, прылада, прыладу, інструмэнт
Εργαλείο στα λευκορωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εργαλείο

εργαλείο για τρύπες σε δέρμα, εργαλείο αφαίρεσης κακόβουλου λογισμικού από το facebook, εργαλείο αποκομμάτων windows 7, εργαλείο για πουρέ, εργαλείο διαγνωστικής διερεύνησης δυσκολιών στο γραπτό λόγο των μαθητών γ' – στ' δημοτικού, εργαλείο λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εργαλείο στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • εργάτης στα λευκορωσικά - работнік, працаўнік, супрацоўнік, парабак
  • εργαζόμενος στα λευκορωσικά - праца, работа
  • εργασία στα λευκορωσικά - хадзiць, адбыцца, праца, работа
  • εργαστήριο στα λευκορωσικά - лабараторыя, лабараторыі, лябараторыя
Τυχαίες λέξεις
Εργαλείο στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: снасьць, інструмент, прылада, прыладу, інструмэнт