Εργαλείο στα τσεχικά
Μετάφραση: εργαλείο, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zavádět, pomůcka, přístroj, zavést, nástroj, nářadí, nástrojem, nástroje
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εργαλείο
εργαλείο για τρύπες σε δέρμα, εργαλείο αφαίρεσης κακόβουλου λογισμικού από το facebook, εργαλείο αποκομμάτων windows 7, εργαλείο για πουρέ, εργαλείο διαγνωστικής διερεύνησης δυσκολιών στο γραπτό λόγο των μαθητών γ' – στ' δημοτικού, εργαλείο λεξικό γλώσσας τσεχικά, εργαλείο στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- εργάτης στα τσεχικά - pracující, nádeník, pracovník, dělník, pracovníka, pracovníků, zaměstnanec
- εργαζόμενος στα τσεχικά - dobývání, provoz, práce, pracovní, práci, pracuje, pracovat
- εργασία στα τσεχικά - dílo, zpracovat, pracovat, hníst, užití, lopota, úloha, ...
- εργαστήριο στα τσεχικά - laboratoř, laboratorní, laboratoře, laboratoři, laboratoří
Τυχαίες λέξεις
Εργαλείο στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: zavádět, pomůcka, přístroj, zavést, nástroj, nářadí, nástrojem, nástroje
Μεταφράσεις: zavádět, pomůcka, přístroj, zavést, nástroj, nářadí, nástrojem, nástroje