Ρεζιλεύω στα εσθονικά

Μετάφραση: ρεζιλεύω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nüristama, rumaldama, Tylsistää, narriks tegema, narriks
Ρεζιλεύω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ρεζιλεύω

ρεζιλεύω λεξικό γλώσσας εσθονικά, ρεζιλεύω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ρεβέρ στα εσθονικά - revers, Pöörduv, Pööre
  • ρεγάλο στα εσθονικά - kaevandusjäätmed, sigaretipits, kingitus, regalo
  • ρεκόρ στα εσθονικά - kirje, salvestus, rekord, hääletustulemused, arvestust, rekordiliselt
  • ρελιάζω στα εσθονικά - poort, tress, palmitsema, reliazo
Τυχαίες λέξεις
Ρεζιλεύω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: nüristama, rumaldama, Tylsistää, narriks tegema, narriks