Ρεζιλεύω στα ολλανδικά

Μετάφραση: ρεζιλεύω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
versuffen, stompen, te stompen, te bespotten, af te stompen
Ρεζιλεύω στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ρεζιλεύω

ρεζιλεύω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ρεζιλεύω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ρεβέρ στα ολλανδικά - revers, linksregeling
  • ρεγάλο στα ολλανδικά - tip, toppunt, punt, spits, kruin, top, piek, ...
  • ρεκόρ στα ολλανδικά - discus, schijf, vastleggen, aantekenen, plaat, record, registreren, ...
  • ρελιάζω στα ολλανδικά - vlechten, reliazo
Τυχαίες λέξεις
Ρεζιλεύω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: versuffen, stompen, te stompen, te bespotten, af te stompen