Ρεζιλεύω στα λιθουανικά

Μετάφραση: ρεζιλεύω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atbukinti, apkvailintų, apjuokti, Eksponavo į juokingi, apkvailinti
Ρεζιλεύω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ρεζιλεύω

ρεζιλεύω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ρεζιλεύω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • ρεβέρ στα λιθουανικά - atlapas, Reversas, revers, Aversas Reversas, Apyvartinių
  • ρεγάλο στα λιθουανικά - dovaną
  • ρεκόρ στα λιθουανικά - rekordas, įrašas, įrašo, duomenys, registruoti
  • ρελιάζω στα λιθουανικά - kasa, reliazo
Τυχαίες λέξεις
Ρεζιλεύω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: atbukinti, apkvailintų, apjuokti, Eksponavo į juokingi, apkvailinti